-
1 бесплатно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бесплатно
-
2 безубыточность
άνευ ζημιών (ιδιότητα)-ый αζημίωτος, χωρίς ζημιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > безубыточность
-
3 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
4 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
5 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
6 упаковка
1. (процесс) η συσκευασία, το πακετάρισμα 2. (материал, обшивка, тара) η συσκευασί/α, το δέμα, το πακέτο (ξεν.)погрузка без - и φόρτωση άνευ - ας/χωρίς -цена без - и τιμή χωρίς/άνευ - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковка
-
7 беспрецедентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноπρωτοφανής, άνευ προηγουμένου•беспрецедентный случай περίπτωση άνευ προηγουμένου.
-
8 аэростат
το αερόστατοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэростат
-
9 беспошлинный
αδασμολόγητος, ατελής, άνευ τελών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беспошлинный
-
10 беспроцентный
эк. άτοκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > беспроцентный
-
11 ввоз
(из-за границы) η εισαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ввоз
-
12 внеочерёдность
(напр. обслуживания) η προτεραιότητα, άνευ σειράς, χωρίς/δίχως σειρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внеочерёдность
-
13 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
-
14 кислота
хим. το οξύ. азотистая - νιτρώδες -аскорбиновая - ασκορβικό -, η βιταμίνη С ацетилсалициловая - ακετυ-λοσαλικυλικό -дезоксирибонуклеиновая - (ДНК) δεσοξυριβοζονουκλεϊ(νι)κό -, το Ντι-Εν-Έι(D.N.A.)муравьиная - μυρμη-κικό/μεθανικό -рибонуклеиновая - (РНК) - ριβονουκλείκό/ριβοζονου-κλεϊκό - (R.N А)серная - (H2S04) θειικό -, το βιτριόλιсинильная - το υδροκυάνιο, πρωσικό -уксусная - όξι-νο/οξικό/αιθανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кислота
-
15 лесоматериал
η ξυλείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лесоматериал
-
16 маслораспылитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маслораспылитель
-
17 мена
(товарообмен) η ανταλλαγή εμπορευμάτων άνευ μεσολάβησης χρήματοςτο μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мена
-
18 министр
ο/η υπουργ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > министр
-
19 навалом
1. (о транспортировке продуктов) η χύδην/χύμα μεταφοράη μεταφορά άνευ συσκευασίας2. мор. το ακούμπισματο πλοίο βρήκε (κατόπιν λάθους χειρισμού ή κακών συνθηκών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навалом
-
20 навигация
1. (ав., косм., мор.) η ναυτιλία 2. (сезон) η εποχή/περίοδος της ναυσιπλοίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навигация
См. также в других словарях:
ἅνευ — ἄνευ , ἄνευ without indeclform (prep) ἄ̱νευ , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄνευ , ἄνω 1 accomplish pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνευ — without indeclform (prep) ἄ̱νευ , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄνω 1 accomplish pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνευ — (AM ἄνευ) (πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως νεοελλ. φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» είναι απαραίτητος μσν. (και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά αρχ. 1. μακριά 2. άσχετα από κάτι 3. εκτός του… … Dictionary of Greek
κἄνευ — ἄνευ , ἄνευ without indeclform (prep) ἄ̱νευ , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄνευ , ἄνω 1 accomplish pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Eid des Hippokrates — Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Die Urheberschaft des Eides ist jedoch noch ungeklärt. Hippokrates.… … Deutsch Wikipedia
Hippokratischer Eid — Hippokrates Der Eid des Hippokrates, benannt nach dem griechischen Arzt Hippokrates von Kós (um 460 bis 370 v. Chr.), gilt als erste grundlegende Formulierung einer ärztlichen Ethik. Hippokrates ist jedoch wohl nicht der Urheber des Eides. Der… … Deutsch Wikipedia
Liste der Präpositionen im Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… … Deutsch Wikipedia
Liste der neugriechischen Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… … Deutsch Wikipedia
Präpositionen des Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… … Deutsch Wikipedia